- συναιτίου
- συναίτιοςbeing the jointmasc/neut gen sgσυναίτιοςbeing the jointmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναιτιότητα — η, Ν (νομ.) η ιδιότητα τού συναιτίου, το να είναι κανείς συναίτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναίτιος. Η λ., στον λόγιο τ. συναιτιότης, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek